Οι τρεις ιστορίες. Ιστορία πρώτη.
Σπίτι
μας μπορεί να έχουμε πολλούς κανόνες και να βάζουμε πολλά όρια, αλλά σίγουρα έναν,
καλώς ή κακώς, δεν τον τηρούμε … Αυτό το "οταν τρώνε δεν μιλάνε" … !
Τα
μεσημέρια, τα τελευταία 3 χρόνια, είμαστε σύσσωμη η οικογένεια στο σπίτι. Συνήθως
έχουμε καλή διάθεση και κατά κανόνα έχουμε πολλά να πούμε. Άλλοτε σχολιάζουμε
τα της ημέρας, άλλοτε κάνουμε αναφορές στο περαιτέρω πρόγραμμα του απογεύματος
ή της εβδομάδας, άλλοτε λύνουμε απορίες για ότι δεν καταλάβαμε, χάσαμε, ξεχάσαμε,
κι άλλοτε λέμε ιστορίες. Ιστορίες που ζητάνε να ακούσουν τα παιδιά από την παιδική
μας ηλικία, τη φοιτητική μας ζωή, τα παιδικά καλοκαίρια μας ή τις πλάκες με τους φίλους μας.
Κι άλλοτε λέμε,
απλώς, ιστορίες.
Ο Μιχάλης είναι καλός παραμυθάς. Ξεκινάει από το
«τόσο δα» και φτάνει στο «κάπου». Εγώ πάλι, ανασύρω αφηγήσεις που κουβαλάω στο μυαλό
μου από διάφορες πηγές…
Μια,
λοιπόν, από τις πιο παλιές κι αγαπημένες, την διάβασα εδώ !
Όχι τώρα! Τότε…! Το
θυμάστε; Μου άρεσαν όλα τα ανθολόγια, αλλά το συγκεκριμένο, της Τρίτης – Τετάρτης
Δημοτικού, αυτό το «Μέρος Δεύτερο», ήταν
το αγαπημένο μου. Μάλιστα, επειδή εκείνη τη χρονιά, το 83, είχαν
έρθει πολύ λίγα αντίτυπα, δεν το πήρα καινούριο αλλά μεταχειρισμένο, από τον αδελφό
ενός συμμαθητή μου - θυμάμαι ακόμη και το όνομα του γραμμένο με στυλό και "αγορίστικα"
γράμματα στην πρώτη –πρώτη σελίδα… Έπρεπε λοιπόν μετά κι εγώ να το δώσω αλλού, αλλιώς
θα το είχα ακόμη, είναι το μόνο σίγουρο. Τι καλά που το βρήκα εδώ… Τώρα ξέρω τι
θα διαβάζω στα παιδιά τα βράδια πριν κοιμηθούμε… !
Η
ιστορία που αντιγράφω παρακάτω είναι στη σελίδα 111. Μπορείτε να την κλικάρετε
και κατευθείαν στα περιεχόμενα και να την διαβάσετε κι από κει….
Καλή
ανάγνωση!
Το
πιο πολύτιμο δώρο
Μια
φορά κι έναν καιρό , στα βάθη της ανατολής ζούσε ένας άνθρωπος ξύπνιος αλλά και
τυχερός, που την περνούσε όμως άσχημα – καθότι φουκαράς - και σκεπτόταν τι να κάνει , για να λύσει το πρόβλημα
του. Πολύ βασάνισε το μυαλό του, και στο τέλος αποφάσισε να αναφερθεί στον πολυχρονεμένο
Πατισάχ*, για να ζητήσει την προστασία και τη βοήθεια του. Κάποιο δώρο όμως έπρεπε
απαραιτήτως να του πάει, κι αυτό βέβαια, ήταν ένα πρόβλημα μεγάλο. Γιατί, τί μπορούσε να προσφέρει ένα φουκαράς στον πολυχρονεμένο Πατισάχ,
που ζούσε μέσα στα μυθικά παλάτια, στα χρυσάφια και στα πλούτη; Τι θα μπορούσε
να μην έχει ο παντοδύναμος αφέντης, ώστε να τον εντυπωσιάσει και να τον ευχαριστήσει
με το δώρο του; Ρώτησε από δω, ρώτησε από κει , έφαγε τον κόσμο, και στο τέλος βρέθηκε
κάποιος και του είπε:
-
Ξέρεις
τι δεν έχει ο Πατισάχ;
-
Τι
δεν έχει;
-
Κρεμμύδια,
άνθρωπε μου.
-
Κρεμμύδια
δεν έχει ο πολυχρονεμένος μας αφέντης;
-
Ούτε
έχει, ούτε και τα ξέρει. Γιατί οι παλατιανοί του δεν τα καταδέχονται και δεν τα
βάζουν στο παλάτι.
Χωρίς
άλλες συζητήσεις, φορτώνει ένα κάρο κρεμμύδια ο ερίφης* κολλά τη μύτη του στο πάτωμα
και λέει:
-
Πολυχρονεμένε
Πατισάχ και αφέντη της ζωής μου , άστρο του βιλαετιού,* βαλαά, μπιλαά, σου έφερα
ένα δώρο, που ούτε το είδες ποτέ σου ούτε το ξέρεις. Να το μαγειρέψεις και να
το φας, βιλαϊ μπιλαϊ, και θα σχωρνάς τα πεθαμένα μου!
Ρουφά
τον ναργιλέ του ο Πατισάχ, χαϊδεύει τα μακριά του γένια και ρωτά:
-
Τι
είναι , ωρε; Τι δώρο είναι αυτό και πως το λένε;
-
Κρεμμύδια,
Πατισάχ !
-
Και
τι θα πει αυτό ;
-
Φάε
και θα δεις.
Διατάζει
ο Πατισάχ να μαγειρέψουν τα κρεμμύδια, τα τρώει και τρελαίνεται.
-
Αμάν
, μουγκρίζει. Και μασουλά.
-
Βάι
, βάι, βάι !... Και καταπίνει.
-
Αλλάχ,
Αλλάχ , τι γλύκα είναι αυτή!...
Και
τρώει αχόρταγα, ευχαριστιέται, χαϊδεύει την κοιλιά του και διατάζει:
-
Πάρτε
από το κάρο του ανθρώπου όλα τα κρεμμύδια, γεμίστε το με χρυσάφι, για ρεγάλο*,
κι ας πάει πίσω στο χωριό του, στην ευχή του Αλλάχ.
Φορτωμένος
με χρυσάφι και τρισευτυχισμένος, γυρίζει στο χωριό του ο τυχερός και χοροπηδά
από τη χαρά του. Τον βλέπει ο αδελφός του – ο άτυχος – αναστατώνεται κι αρχίζει
να αναρωτιέται μήπως ο πολυχρονεμένος Πατισάχ, που δεν ήξερε τα κρεμμύδια , δεν
ξέρει και τα… σκόρδα. Χωρίς πολλές κουβέντες – για να μην χάνει πολύτιμο καιρό
– φορτώνει στα κρυφά ένα κάρο σκόρδα, φτάνει στην Πόλη, παρουσιάζεται στον πολυχρονεμένο
Πατισάχ, κάνει είκοσι τεμενάδες*, κολλά τη μύτη του στο πάτωμα και λέει για τα σκόρδα
του όσα είπε ο αδελφός του για τα κρεμμύδια. Το πολυχρονεμένο άστρο του
βιλαετιού – κι εφέντης του μιλετιού – δε δείχνει καθόλου αδιαφορία, παρά δοκιμάζει
ένα σκόρδο και τρελαίνεται.
-
Αμάν,
αμάν ! φωνάζει. Τ’ είναι τούτο;
Τρώει
κι άλλο:
-
Βάι
βάι βάι ! μουγκρίζει.
Τρώει
και τρίτο και τα χάνει από τη νοστιμάδα.
-
Μωρέ
τούτο εδώ καψουρίζει λιγάκι και φέρνει μεγάλη χαρά στο στόμα και στο στομάχι.
Μα το μεγάλο Γιαραμπή*, τέτοιο νόστιμο πράγμα δεν έφαγα ποτέ .
Και
ενθουσιασμένος γυρίζει στους ανθρώπους του:
-
Πώς
να τον ανταμείψω τούτον τον ευλογημένο; λέει.
Τι να του δώσω; Μα τον Αλλάχ, θα του δώσω ότι πιο ακριβό έχω μέσα στο παλάτι
μου. Πάρτε του γρήγορα όλα τα σκόρδα και φορτώστε στο κάρο του το πιο πολύτιμο
πράγμα του παλατιού μου, τα… κρεμμύδια !
ο
ερίφης= ο άνθρωπος (κοροϊδευτικά)
ο
τεμενάς = η υπόκλιση
το
μιλέτι = η φυλή, το έθνος
το
βιλαέτι = η διοικητική περιοχή
ο
ναργιλές = περιπλοκή πίπα με μακρύ σωλήνα που καταλήγει σ’ ένα μπουκάλι
ο
Πατισάχ = ο σουλτάνος
το
ρεγάλο= δώρο
ο
Γιαραμπής = ο Θεός στα τούρκικα
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου